- κηρύττει
- κηρύ̱ττει , κηρύσσωto be a heraldpres ind mp 2nd sg (attic)κηρύ̱ττει , κηρύσσωto be a heraldpres ind act 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… … Dictionary of Greek
Αντύπας, Μαρίνος — (Κεφαλονιά 1872 – Πυργετός Θεσσαλίας 1907). Πρωτοπόρος του αγροτικού κινήματος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τους σοσιαλιστικούς κύκλους. Φοιτητής ακόμα, πήγε στην Κρήτη και πολέμησε ως εθελοντής εναντίον των Τούρκων και… … Dictionary of Greek
Βερναρδίνος της Σιένα — (Bernardino da Siena, Μάσα Μαρίτιμα 1380 – Ακυληία 1444). Άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα της εποχής του, χάρη στην αγιότητα, τη διδασκαλία, το πρωτότυπο και γόνιμο κήρυγμά του, τον ανθρωπισμό και το νέο πνεύμα, που ήταν… … Dictionary of Greek
Γουέσλεϊ, Τζον — (John Wesley, 1703 – 1791). Άγγλος θεολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής του μεθοδισμού. Σπούδασε φιλολογία και θεολογία στη σχολή Τσάρτερχαους και στην Οξφόρδη και το 1728 χειροτονήθηκε ιερέας. Με τη συνεργασία του αδελφού του Κάρολου, ίδρυσε τον Ιερό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… … Dictionary of Greek
Κάιρο — I Η παλαιότερη ελληνική εφημερίδα του Καΐρου. Ιδρύθηκε το 1873 από τον M.K. Νομικό και αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία των Γ. Μαυράκη, Μ.I. Νομικού και τέλος του Α. Βαμβακούκη. Το τελευταίο της φύλλο τυπώθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1895. Η εφημερίδα,… … Dictionary of Greek
Μάνης ή Μανιχαίος — (Μαρντίνου ή Αφρούνια Μεσοποταμίας 216 – Γκουντεσαχπούρ 277 μ.Χ.). Πέρσης ιδρυτής της θρησκείας του μανιχαϊσμού (βλ. λ.). Καταγόταν από τη νότια Βαβυλωνία και ο πατέρας του Πατέκ ανήκε σε μια θρησκευτική κοινότητα (Μανταίοι ή Γνωστικοί), όπου… … Dictionary of Greek